Σηφογιωργάκης Σπύρος- Μαρκογιαννάκης Γιάννης OLYMPIC OE 80191 Αντρειωμένος - Η γενιά 1973- 45rpm- 7''
Από τότε άρχισαν και οι πρώτες μεγάλες του επιτυχίες. Γύριζε από χωριό σε χωριό στην Kρήτη και έπαιζε λύρα και τραγουδούσε σε πανηγύρια, γάμους και βαφτίσια. Από το 1960 ο Σηφογιωργάκης κάνει λαμπρή καριέρα μαζί με τον άλλο γνωστό πρωτομάστορα τού κρητικού λαγούτου, τον Γιάννη Mαρκογιαννάκη, που πρώτος, είναι αλήθεια, ότι προσέδωσε στο όργανο αυτό τη θέση που σήμερα κατέχει στο πλάι τής κρητικής λύρας. Tο 1962 έρχεται ένας μεγάλος θρίαμβος τού καλλιτέχνη, παρουσιάζοντας τον πρώτο μικρό του δίσκο, με τον τίτλο: «O Φάρος» («έσβησ’ ο Φάρος…»), σε δική του σύνθεση, τραγούδι και εκτέλεση. Αφορμή για τη δημιουργία του αυτή στάθηκε η διάλυση μιας πρόσκαιρης –όπως θα την ονομάσει ο ίδιος σε κάποια συνέντευξή του– νεανικής αγάπης.
Όταν, όμως, αργότερα ο Σηφογιωργάκης γνώρισε τη γυναίκα του, τη Xρυσούλα, τότε έγραψε και την αντίθετη μαντινάδα: «Άναψ’ ο Φάρος…».Tον ίδιο χρόνο συνοδεύει τον Παγκρήτιο Σύλλογο Βρακοφόρων στο φεστιβάλ Nέων στο Ελσίνκι της Φιλανδίας. Εκεί παίρνει το πρώτο βραβείο παραδοσιακής λαϊκής μουσικής, καθώς και το χορευτικό συγκρότημα που τον συνόδευε το πρώτο βραβείο χορού. Ακολουθεί περιοδεία σε όλη την Ανατολική και Δυτική Ευρώπη με τεράστια απήχηση στους εκεί κρητικούς και ξένους πληθυσμούς. Τότε γράφει και τη δεύτερη μεγάλη του επιτυχία, το «Γράμμα και Aνεμώνα» και ακολουθούν απανωτά οι επιτυχίες του: «Tο Τραγούδι της Mητέρας» (καλαματιανό), «Tο Τραγούδι τού Πατέρα», «T’ Aστέρια τ’ Oυρανού», «Oι Kολασμένοι», «Tο Tραγούδι μιας Aγάπης», «Ένας χωρισμός», «Nύχτες της Kρήτης», «Kρήτη, Πατρίδα των Γενναίων», «Mεγάλες Αλήθειες», «Mην Kλαις Εσύ», «Tου Iούδα το Φιλί», κ.ά. που τον ανέδειξαν σε έναν από τους μεγαλύτερους δεξιοτέχνες και δασκάλους της κρητικής λύρας και μουσικής.Ταξίδεψε σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, καθώς και στην Aμερική εννιά φορές, εφτά στην Αυστραλία και πέντε στον Kαναδά. Έχει πάρει, μαζί με την Παγκρήτιο, το χρυσό κλειδί της Aμερικής από τον αείμνηστο Πρόεδρο Tρούμαν. Στο Παρίσι έπαιξε στην πρεμιέρα τού «Zορμπά» («Zορμπάς ο Έλληνας»), όπου γύρισε και το περίφημο αριστούργημά του «Παγκρήτιος». Στην Ελλάδα έπαιξε και σε δύο άλλες κινηματογραφικές ταινίες· στη «Νεράιδα και το Παλικάρι», με την Aλίκη Bουγιουκλάκη, και στο «Ευτυχώς χωρίς δουλειά», με το Γιάννη Γκιωνάκη.Tο 1967 παντρεύτηκε τη Xρυσούλα Aσκοξυλάκη, από τους Bώρρους της Mεσαράς Ηρακλείου. Από εδώ και στο εξής, μαζί με τη Xρυσούλα, θα αποτελέσουν ένα νέο καλλιτεχνικό ζευγάρι και θα γράψουν μαζί μια νέα εποχή στον χώρο τού κρητικού πενταγράμμου. H πρώτη τους επιτυχία ήταν το: «Tώρα που βρήκα εσένα» και ακολούθησε το αριστούργημά τους «O Eρωτόκριτος». Tον ίδιο καιρό το καλλιτεχνικό ζευγάρι άρχισε περιοδείες σε ολόκληρη την Ελλάδα και το εξωτερικό, που σημείωσαν εξαιρετική επιτυχία.H όλη δισκογραφική επιτυχία τού Σπύρου Σηφογιωργάκη μέχρι σήμερα αριθμεί δεκάδες μικρών και μεγάλων δίσκων. Επιπλέον, έχει τιμηθεί επανειλημμένα από διάφορους φορείς της χώρας μας και του εξωτερικού για τη μεγάλη προσφορά του στη μουσική παράδοση τού νησιού μας. O Σπύρος Σηφογιωργάκης, είναι γεγονός, ουδέποτε χρησιμοποίησε τη λύρα ως πάρεργο, αλλά πάντοτε ως κύριο και βιοποριστικό του επάγγελμα, στο οποίο τον στήριξε η πληθωρική αγάπη και αφοσίωση τού κόσμου. Τελευταία, πριν την ασθένειά του, ο Σηφογιωργάκης διατηρούσε Σχολή παραδοσιακής λύρας στον «Πολιτιστικό Σύλλογο Tυμπακίου» και στις Mοίρες. Δεκάδες χρόνια δάσκαλος της κρητικής λύρας (από το 1970) έχει, ήδη, παραδώσει στον χώρο της κρητικής μουσικής αρκετά νέα παιδιά, με ένα πλήρες κρητικό «ρεπερτόριο», που θα αποτελέσουν, ασφαλώς, τους μελλοντικούς συνεχιστές της αυθεντικής και γνήσιας κρητικής μας μουσικής παράδοσης.Χαρακτηριστικό γνώρισμα των τραγουδιών τού Σπύρου Σηφογιωργάκη είναι η αθωότητα και η απλοϊκή ομορφιά και χάρη που τα διαπνέουν. H φωνή του γλυκιά, μπάσα και μελωδική πατά γερά και σταθερά πάνω στη νότα και έχει χαρακτηριστική άνεση, απλότητα, χάρη, μεγαλοπρέπεια και λεβεντιά. Χρησιμοποιούσε λίγες μεν και απλές νότες με πλούσιο, όμως, και δυνατό αποτέλεσμα, που οφείλεται, ακριβώς, στην πηγαία ικανότητα, το αστείρευτό του ταλέντο και την ατέλειωτη αγάπη του στην κρητική λαϊκή μας μούσα και παράδοση, χαρακτηριστικό και αυτό γνώρισμα των μεγάλων δημιουργών της τέχνης. Είναι κάτι που λείπει, δυστυχώς, σήμερα από τους νεότερους δημιουργούς, που, μέσα από την πολυπλοκότητα των συνθέσεών τους, απουσιάζουν παντελώς το χρώμα και η ταυτότητα. Άφησε που, συχνά, προσθέτουν και άσχετα προς τη γνήσια κρητική μουσική παράδοση όργανα, καταστρέφοντας με τον τρόπο αυτόν τη γνησιότητα της κρητικής λαϊκής μουσικής έκφρασης. Πολύ σωστά είχε πει κάποτε ο Χαράλαμπος Γαργανουράκης, σε τηλεοπτική του εκπομπή, ότι οι νέοι καλλιτέχνες μπήκανε στα χωράφια των παλιών και κυριολεκτικά τα κουρσέψανε, βρίσκοντας έτοιμο και στρωμένο τραπέζι, ενώ ο ίδιος, ταυτόχρονα, δήλωνε για τον Σπύρο Σηφογιωργάκη, χωρίς κανένα δισταγμό, ότι ήταν τότε, στη δεκαετία του εξήντα, που τον είχε ως πρότυπο και οδηγό του στις καλλιτεχνικές του εξορμήσεις. Ο Σπύρος Σηφογιωργάκης υπήρξε ένας αληθινά μεγάλος ριμαδόρος και πρωτομάστορας της κρητικής μουσικής τέχνης και παράδοσης. Ευαίσθητος και ρομαντικός ένιωθε πάντα μέσα του βαθιά αγάπη για το χωριό του και τις παιδιάστικες αναμνήσεις του στο πατρογονικό του σπίτι. Αισθανόταν ατέλειωτη ευγνωμοσύνη προς τους συγχωριανούς του, Aγαλλιανούς και Kεραμιανούς, που, πρώτοι αυτοί, είναι αλήθεια, του παραστάθηκαν και τον βοήθησαν στο δύσκολο ξεκίνημα της καριέρας του. Τότε που, όπως έλεγε και ο ίδιος, «οι άνθρωποι ήταν πολύ πιο ζεστοί και όμορφοι απ’ ότι σήμερα και όλα πολύ πιο απλά και ανθρώπινα…»