Θεοδωράκης Μίκης- Μπιθικώτσης Γρηγόρης (Σερ)- Λίντα Μαίρη HIS MASTER'S VOICE 7EG 8912 Καημός - Κρητικός χορός - Απρίλης - Ήσουν καλός, ήσουν γλυκός 1964- 45rpm- 7''
Σπουδαίος συνθέτης, πολιτικός και
συγγραφέας· από τις σημαντικότερες και πιο πολυσυζητημένες προσωπικότητες της
νεώτερης Ελλάδας.
Ο Μιχαήλ (Μίκης) Θεοδωράκης
γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925, από πατέρα Κρητικό και
μητέρα Μικρασιάτισσα. Λόγω της επαγγελματικής ιδιότητας του πατέρα του
(ανώτερος δημόσιος υπάλληλος) πέρασε τα παιδικά του χρόνια μετακινούμενος σε
διάφορες πόλεις της Ελλάδας: Μυτιλήνη (1925-1928), Σύρο και Αθήνα (1929),
Ιωάννινα (1930-1932) Αργοστόλι (1933-1936), Πάτρα (1937-1938), Πύργο
(1938-1939) και Τρίπολη (1939-1943).Πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ανακαλύψει την αγάπη του
για τη μουσική κι έγραψε τις πρώτες του συνθέσεις, ενώ το 1942 εξέδωσε τα πρώτα
του ποιήματα, με το ψευδώνυμο Ντίνος Μάης. Το 1943 εγκαθίσταται οριστικά στην
Αθήνα και συνεχίζει τις μουσικές του σπουδές, με δάσκαλο τον Φιλοκτήτη
Οικονομίδη. Παράλληλα, αναπτύσσει αντιστασιακή δράση, μέσα από τις τάξεις της
ΕΠΟΝ και του ΚΚΕ. Θα συλληφθεί από τους Ιταλούς και στη φυλακή θα γνωρίσει το
έργο του Μαρξ.
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου
Πολέμου (1946-1949) θα εξοριστεί πρώτα στην Ικαρία και στη συνέχεια στη
Μακρόνησο. Οι πολιτικές του διώξεις δεν ανακόπτουν το δημιουργικό του έργο.
Συνθέτει έργα «κλασσικής» μουσικής και στις 5 Μαρτίου 1950 παρουσιάζεται στο θέατρο
«Ορφέας» της Αθήνας το πρώτο του έργο, «Πανηγύρι της Ασή-Γωνιάς» (1946), από
την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, με μαέστρο τον δάσκαλό του Φιλοκτήτη Οικονομίδη.
Το 1953 θα νυμφευθεί τη γιατρό Μυρτώ
Αλτίνογλου (το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, τον Γιώργο και τη Μαργαρίτα) και θα
συνεχίσει τις μουσικές του σπουδές στο Παρίσι, με δασκάλους τον Ολιβιέ Μεσιάν
και τον Εζέν Μπιγκό. Συνεχίζει να συνθέτει και το 1959 του απονέμεται το
βραβείο «Κόπλεϋ» για τον καλύτερο Ευρωπαίο συνθέτη της χρονιάς.
Ένα βράδυ του 1958, ενώ περιμένει τη
γυναίκα του στο αυτοκίνητο, διαβάζει τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου κι επί τόπου μελοποιεί τα
πρώτα οκτώ ποιήματα. Το 1960 θα ηχογραφηθούν για πρώτη φορά με τη φωνή
του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Είναι η
εποχή, που ο Θεοδωράκης περνάει στο χώρο του τραγουδιού και «παντρεύει» τους
λαϊκούς ρυθμούς, τα λαϊκά όργανα, τους λαϊκούς τραγουδιστές και την ποίηση των
κορυφαίων εκπροσώπων της γενιάς του '30 (Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος κ.ά.). Από τα έργα του εκείνης
της περιόδου ξεχωρίζουν τα: «Αρχιπέλαγος», «Πολιτεία Α’ και Β’», «Επιφάνεια»,
«Μαουτχάουζεν», «Άξιον Εστί». Επίσης, θα γράψει μουσική για την ταινία
του Μιχάλη Κακογιάννη «Ζορμπάς»
(1964) και για δύο θεατρικές παραστάσεις που σημάδεψαν τη δεκαετία του '60,
τη «Μαγική Πόλη» και τη
«Η γειτονιά των Αγγέλων». Το 1963, μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, ιδρύεται η «Νεολαία Λαμπράκη», της
οποίας εκλέγεται Πρόεδρος. Την ίδια εποχή εκλέγεται βουλευτής της ΕΔΑ.
Με την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 θα
αρχίσει ένας νέος κύκλος διώξεων και εξοριών για τον συνθέτη, που θα τελειώσει
το 1970 με την αμνηστία που θα του χορηγηθεί, ύστερα από διεθνή κατακραυγή και
προσπάθειες προσωπικοτήτων, όπως ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, ο Χάρι
Μπελαφόντε, ο Άρθουρ Μίλερ και ο Χανς Άισλερ. Θα φύγει στο εξωτερικό και θα
δώσει δεκάδες συναυλίες εναντίον των συνταγματαρχών, που θα τον κάνουν παντού
γνωστό ως σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα. Σύμβολο για τους αγωνιστές ενάντια
σε ολοκληρωτικά καθεστώτα.Την περίοδο της Μεταπολίτευσης θα
γνωρίσει ευρεία αποδοχή και η μουσική του, που θα ακουστεί πάλι ελεύθερα. Θα
γίνει σημείο αναφοράς μιας νέας περιόδου για την Ελλάδα και ταυτόχρονα θα
παραμείνει σύμβολο για τους αγωνιστές πολλών χωρών ενάντια σε ολοκληρωτικά
καθεστώτα. Πολλά από τα έργα που έγραψε κατά τη διάρκεια της επταετίας θα
εκδοθούν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης («Ο ήλιος και ο χρόνος», «Τα
Λαϊκά», «Τα τραγούδια του Ανδρέα», «Λιανοτράγουδα», «Κάντο Χενεράλ», «Επιφάνεια
Αβέρωφ» και πολλά άλλα), ενώ σταδιακά θα αρχίσει η ηχογράφηση και η έκδοση των
συμφωνικών του έργων.Ο Μίκης Θεοδωράκης ασχολήθηκε ενεργά
με την πολιτική κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Έθεσε το περίφημο δίλημμα
«Καραμανλής ή τανκς», εκλέχθηκε βουλευτής (2 φορές με το ΚΚΕ και δύο φορές με
τη Νέα Δημοκρατία) κι έγινε
υπουργός στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Παράλληλα, ξεκίνησε με τον τούρκο μουσικό
Ζουλφί Λιβανελί μία προσπάθεια προσέγγισης ανάμεσα στους λαούς της Ελλάδας και
της Τουρκίας.
Στην εξηντάχρονη καριέρα του, ο
Μίκης Θεοδωράκης έχει γράψει πάνω από 1.000 τραγούδια, πολλά συμφωνικά έργα,
καντάτες και ορατόρια, μουσική για δεκάδες θεατρικά έργα και τραγωδίες, όπερες
και μουσική για τον κινηματογράφο.
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης γεννήθηκε
στις 11 Δεκεμβρίου 1922
στο Περιστέρι. Ήταν ο μικρότερος γιος μιας φτωχής πολυμελούς οικογένειας που
πάλευε να τα βγάλει πέρα στα δύσκολα χρόνια του Μεσοπολέμου. Μέσα στη θύελλα
του '40 τα αδέλφια του έφυγαν για το Μέτωπο, στην Αλβανία. Εκείνος έμεινε πίσω
και ασκούσε το επάγγελμα του υδραυλικού. Παράλληλα μάθαινε κιθάρα και έκανε τα πρώτα
του βήματα στο τραγούδι σ' ένα ταβερνάκι της γειτονιάς του. Μια κρύα νύχτα του
χειμώνα του 1937 είχε ακούσει σ' ένα κουτούκι τους Μάρκο Βαμβακάρη, Μανώλη Χιώτη και Στράτο Παγιουμτζή και, όπως ο ίδιος αφηγείτο, η
συνάντησή του με τον πρώτο ήταν αυτή που πάντα τον συγκινούσε, γιατί του άλλαξε
τη σχέση του με τη μουσική. «Υπεράνω όλων ο Μάρκος Βαμβακάρης» έλεγε συχνά.Το 1948 γνωρίστηκε εντελώς τυχαία με
τον Μίκη Θεοδωράκη στην
Κερατέα. Εκεί σταμάτησε ένα καμιόνι, που μετέφερε πολιτικούς κρατουμένους στο
Λαύριο για να οδηγηθούν στη Μακρόνησο. Υπήρχε μια βρύση κι ένας στρατιώτης των
μεταγωγών γέμισε το παγούρι του και τους έδωσε νερό να πιουν. Ο στρατιώτης
αυτός ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.
Υπηρετώντας τη θητεία του στη
Μακρόνησο έγραψε τα πρώτα του τραγούδια και τα βράδια διασκέδαζε τους αξιωματικούς
με την ορχήστρα του στρατοπέδου. Μετά την απόλυσή του, δημιούργησε το δικό του
συγκρότημα και το 1949 μπήκε στη δισκογραφία ως συνθέτης. Τίτλος του πρώτου του
τραγουδιού «Το Καντήλι τρεμοσβήνει», σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη. Στο
τραγούδι, ο ίδιος ο Μπιθικώτσης, μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη.
Οι ερμηνείες του στα έργα του Μίκη
Θεοδωράκη «Ο Επιτάφιος» («Πού πέταξε τ' αγόρι μου», «Μέρα Μαγιού μου Μίσεψες»),
«Ρωμιοσύνη» («Θα Σημάνουν οι Καμπάνες»), σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου και «Άξιον
Εστί» («Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», «Ένα το χελιδόνι»), σε ποίηση Οδυσσέα
Ελύτη, σφράγισαν την παρουσία του στο ελληνικό τραγούδι του και θεωρούνται
αξεπέραστες.
Σημαντική στιγμή στη σπουδαία
καριέρα του ήταν και η συνεργασία του με τον Μάνο Χατζιδάκι («Είμ' αϊτός χωρίς φτερά»,
«Πάει ο καιρός», «Στο Λαύριο γίνεται χορός», «Μίλησέ μου» κ.ά) και με συνθέτες,
όπως οι Σταύρος Ξαρχάκος («Άπονη
Ζωή», Άσπρη Μέρα και για μας), Απόστολο Καλδάρα, Μάρκο Βαμβακάρη, Βασίλη Τσιτσάνη, Γιώργο Μητσάκη, Δήμο Μούτση, Άκη Πάνου κ.ά.
Έγραψε και ο ίδιος τραγούδια που
έγιναν επιτυχίες («Επίσημη Αγαπημένη», «Το μεσημέρι καίει το μέτωπό μου», «Μια
γυναίκα φεύγει», «Αμφιβολίες», «Στου Μπελαμή το ουζερί», «Ένα αμάξι με δυο
άλογα», «Του Βοτανικού ο μάγκας» κ.ά.). Για πολλά χρόνια εμφανιζόταν στα πιο
γνωστά κοσμικά κέντρα της Αθήνας και ένιωσε τη χαρά της ανακάλυψης νέων, πολλά
υποσχόμενων φωνών, ανάμεσά τους η Βίκυ Μοσχολιού και η Πόλυ Πάνου.
Την περίοδο της δικτατορίας οι
σχέσεις του με τον Μίκη Θεοδωράκη κλονίστηκαν σοβαρά, όταν, στις 13 Ιουλίου
1967, τραγούδησε μαζί με την Βίκυ Μοσχολιού τον Ύμνο της 21ης Απριλίου στα
«Δειλινά» της Γλυφάδας. Η δικαιολογία του προς τον Θεοδωράκη ήταν ότι δεν
μπορούσε να αντέξει μια εξορία την στιγμή που η ζωή του είχε στρώσει. Οι δυο
τους τα ξαναβρήκαν οριστικά τον Μάρτιο του 2002 στην μεγάλη συναυλία προς τιμήν
του Μπιθικώτση στο ΣΕΦ.
Μαίρη
Λίντα η «μπαλαρίνα» της φωτογραφίας γεννήθηκε το 1935 στην Ηλεία και λεγόταν
Δημητρακοπούλου στο επώνυμο. Ο κόσμος σήμερα τη γνωρίζει με το καλλιτεχνικό της
ονοματεπώνυμο. Σε μικρή ηλικία μετακόμισε
στην Αθήνα με τους γονείς και τα 17 αδέλφια της. Από μαθήτρια ήθελε να
ασχοληθεί με το τραγούδι, ενώ αγαπούσε πολύ και τον χορό. Η μητέρα της είχε
αντιρρήσεις, καθώς την εποχή εκείνη το επάγγελμα της τραγουδίστριας ήταν
παρεξηγημένο και φοβόταν μην την «πλανέψουν», όπως έχει πει η ίδια. Η μικρή
όμως ήταν πεισματάρα. Σε ηλικία 7 ετών έπεισε τους γονείς της να διαγωνιστεί
στα ταλέντα του Ορέστη Λάσκου, που γίνονταν κάθε Σάββατο στο Αλκαζάρ. Η μητέρα
της την είχε ντύσει με ένα τούλινο κοστούμι μπαλαρίνας που της είχε ράψει μόνη
της.
Η νεαρή τραγουδίστρια χωρίς ίχνος άγχους, ανέβηκε στη σκηνή έτοιμη να
δείξει σε όλους το ταλέντο της. Ο Ορέστης Λάσκος, βλέποντάς την τόσο μικρή, τη
ρώτησε ποιο θα τραγούδι θα έλεγε και αν ήξερε να τραγουδάει. «Θα πω ένα του
κύριου Μουζάκη, το «Αι, αι Μαρία», απάντησε και πήρε το μικρόφωνο στα χέρια
της. «Το κρατούσα με τα δύο χέρια γιατί ήταν τεράστιο», ανέφερε σε συνέντευξή
της, όταν ήταν ήδη καταξιωμένη τραγουδίστρια. Ο κόσμος την αποθέωσε και ο
Λάσκος τη σήκωσε στα χέρια του και ανακοίνωσε πως από εκείνη την στιγμή είχε
γεννηθεί μια μεγάλη τραγουδίστρια. Όπως και έγινε. Από την επόμενη ημέρα η
Δημητρακοπούλου, βαφτισμένη πια με το επίθετο που την ξέρει όλος ο κόσμος και
το οποίο της έδωσε ο ίδιος ο Λάσκος, έπιασε δουλειά σαν τραγουδίστρια σε θέατρα
κερδίζοντας το πρώτο της μεροκάματο. Παράλληλα σπούδαζε χορό στη σχολή
Μοριάνωφ. Το σχολείο δεν το τέλειωσε. Στην αρχή προσπάθησε να το συνδυάσει με
το τραγούδι, αλλά σύντομα ανακάλυψε πως της ήταν αδύνατο και αποφάσισε να
αφοσιωθεί στο τραγούδι.
Η ζωή και η καριέρα της, απέδειξαν πως η επιλογή της ήταν σωστή, αφού λίγο καιρό αργότερα, στο νυχτερινό κέντρο Pigalle όπου θα εμφανιζόταν, γνώρισε τον άντρα που άλλαξε τη ζωή της. Την προσωπική και την επαγγελματική. Τον Μανώλη Χιώτη. Οι δυο τους δημιούργησαν ένα πολύ επιτυχημένο ντουέτο που η «χάρη» του έφτασε μέχρι την Αμερική και τον Λευκό Οίκο, ενώ λίγο πριν η κοπέλα ενηλικιωθεί, παντρεύτηκαν.
Στο σημερινό δισκάκι έχουμε τον
περίφημο ¨Κρητικό χορό¨ ή ¨Συρτάκι¨ ή ¨Zorba’s dance¨. Έχουμε αναφερθεί ξανά σε αυτό το σκοπό και τα δικαιώματα στις αναρτήσεις
για τον Κουτσουρέλη (2 και 41). Εδώ βέβαια ακούμε το γρήγορο μέρος του χάρη στο
τσεκούρωμα από τους ηχολήπτες και την μετονομασία σε ¨Κρητικό χορό¨. Όπως η
Παγώνα έγινε γριά Παγώνα. Φυσικά θα αναρτηθεί ο σκοπός του Κουτσουρέλη σε
επόμενες αναρτήσεις. Η ζωή και η καριέρα της, απέδειξαν πως η επιλογή της ήταν σωστή, αφού λίγο καιρό αργότερα, στο νυχτερινό κέντρο Pigalle όπου θα εμφανιζόταν, γνώρισε τον άντρα που άλλαξε τη ζωή της. Την προσωπική και την επαγγελματική. Τον Μανώλη Χιώτη. Οι δυο τους δημιούργησαν ένα πολύ επιτυχημένο ντουέτο που η «χάρη» του έφτασε μέχρι την Αμερική και τον Λευκό Οίκο, ενώ λίγο πριν η κοπέλα ενηλικιωθεί, παντρεύτηκαν.
Πληροφορίες, φωτογραφίες
και το ηχητικό αρχείο ….(εδώ)