Καζαντζάκης Νίκος –Ο Καπετάν Μιχάλης
¨….Βαριά σιωπή πλάκωσε το σπίτι. Ο καπετάν Μιχάλης σηκώθηκε, έβαλε πάλι το μεϊτάνι, έδεσε δυο γύρους το μαύρο μαντήλι στο κεφάλι του, τράβηξε κατά την πόρτα. Ζυγάρισε τη γνώμη του, κοντοστάθηκε, έριξε γρήγορη ματιά γύρα του, οι αγωνιστές του `21 φέγγριζαν ολόγυρα στους τοίχους, με τα` άρματα, τα φισεκλίκια, τις κουμπούρες. Τα μουστάκια τους ήταν στριμμένα σα σκοινιά, τα μαλλιά τους έπεφταν στους ώμους…
Κάμποσην ώρα ο καπετάν Μιχάλης αποξεχάστηκε, τους κοίταζε και τους χαιρετούσε έναν έναν. Δεν κάτεχε καλά τα ιστορικά τους, που πολέμησαν, τι ανδραγαθίες έκαμαν, από πού κρατούσε η σκούφια τους, - Ρουμελιώτες, Μοραΐτες, Νησιώτες, Κρητικοί. Μα μήτε και νοιάζουνταν, ένα μονάχα κάτεχε: πως όλοι τούτοι πολέμησαν τον Τούρκο, κι αυτό του έφτανε. Όλα τ` άλλα είναι για τους δασκάλους. Σ` έναν αγωνιστή μπροστά έκαιγε ένα καντηλάκι, σα να ήταν ιερό κόνισμα. Κι όποιος έμπαινε και τον ρωτούσε το γιατί: - Είναι ο Άγιος Καραΐσκος, αποκρίνουνταν ξερά κι έκοβε την κουβέντα.
Ετούτος
ήταν καπετάνιος του παππού του, του Ντελή-Μιχάλη. Μια νύχτα που`ταν
ταμπουρωμένοι οι Έλληνες στο Φάληρο, κοντά στην Αθήνα, κι είχαν στήσει αντίκρα
οι Τουρκαλάδες τα τσαντίρια τους, ο παππούς, μέθυσε. Ο αρχηγός είχε βγάλει
διαταγή, κανένας μην κουνήσει από το ταμπούρι του, ωσότου καταφτάσουν το πρωί
κι άλλοι καπεταναίοι. Λίγοι ήταν, μαθές, οι χριστιανοί, χιλιάδες οι Τούρκοι. Μα
ο παππούς του μέθυσε μαζί και με άλλους Κρητικούς- ποιος μπορούσε να τους κάμει
ζάφτι; Χίμηξαν όξω από τα ταμπούρια τους, μπήκαν στα τούρκικα τσαντίρια,
άρχισαν τις κουμπουριές…
Πιάστηκαν
χριστιανοί και Τούρκοι πριν της ώρας κι ο Καραϊσκάκης σκοτώθηκε. Τον πήρε στο
λαιμό του, τον πήρε στο λαιμό του… μουρμούρισε ο καπετάν Μιχάλης. Δεν πειράζει.
Κι ο παππούς μου σκοτώθηκε. Όλοι θα σκοτωθούμε………¨
¨…..Κατά
το μεσημέρι, την ώρα που οι γυναίκες ξεφούρνιζαν στην αυλή….. , πρόβαλε στην
ξώπορτα ένα λεβεντόπουλο ξενομερίτικο, με φουστανέλα, τουσλούκια, τσαρούχια και
σπαστό μακρόφουντο φέσι. Από τον ώμο του κρέμουνταν το τουφέκι και σταύρωναν
στο φαρδύ του στήθος τα φισεκλίκια. Ακροζυγιάστηκε μια στιγμή στο κατώφλι σαν
αϊτός.
-Ένας
λιάπης! Ένας λιάπης! Φώναξαν οι γυναίκες, μισοτρομαγμένες, μισοχαρούμενες. Ο
παππούς σήκωσε το κεφάλι από την πλάκα.
-Καλώς
τον Έλληνα! φώναξε∙ κόπιασε μέσα, αϊτόπουλο.
Ο
φουστανελάς άνοιξε τα μακριά, χυτά κανιά του και δρασκέλισε το κατώφλι∙
γκαρδιώθηκαν οι γυναίκες, ζύγωσαν και καμάρωναν το κλώσμα και το σείσμα του
κορμιού του.
-Ε
που να τον χαίρεται η μάνα που τον έχει! μουρμούρισε μια∙ σαν Κρητικός είναι.
Στάθηκε
το λεβεντόπουλο μπροστά από τον παππού, χαιρέτησε:
Είσαι
η αφεντιά σου ο γερο-καπετάν Σήφακας, που λένε; ρώτησε.
-Όλος
κι όλος∙ ήμουν μια φορά κι έναν καιρό καπετάνιος∙ δεν είμαι παρά ο γερο-Σήφακας.
Ποιος καλός αγέρας σε φέρνει στο φτωχικό μου;
-Έρχουμαι
από το καράβι του καπετάν Στεφανή, και με λένε Μήτρο, Ρουμελιώτης∙ έμαθα πως
πολεμάει η Κρήτη κι ήρθα κι εγώ να πολεμήσω μαζί της….¨